«Αν μας ρωτήσει κανείς
για τους προγόνους μας πρέπει να τον παραπέμπουμε πάντοτε στους Έλληνες»
Α. Χίτλερ
Εισαγωγή
Είναι φαινόμενο συχνό και έντονο στις μέρες μας να καλλιεργείται και να διασπείρεται πανταχόθεν ένα κλίμα αποστροφής προς την ιδέα του εθνικοσοσιαλισμού. Και μολονότι ανάλογη μομφή είναι αναμενόμενη όταν προέρχεται από συστημικά κέντρα εξουσίας, ενδεχομένως εγείρει ερωτήματα και οπωσδήποτε γεννά τη σύγχυση όταν διατυπώνεται από φορείς του λεγόμενου «εθνικιστικού χώρου», καθώς στη συνείδηση πολλών εθνικιστών οι δύο «ιδεολογίες», δηλαδή η εθνικιστική και η εθνικοσοσιαλιστική, μοιάζουν ομοούσιες, αν όχι ταυτόσημες. Το παρόν άρθρο έχει ως σκοπό να εξετάσει τη συνηθέστερη κατηγορία που εκπέμπεται κατά του εθνικοσοσιαλισμού από τους ως άνω φορείς, δηλαδή την κατηγορία περί «γερμανικότητας» της ιδεολογίας αυτής και περί «ελληνικότητας» της ιδεολογίας που προβάλλεται ως αντίποδας, δηλαδή του «ελληνικού εθνικισμού». Ώστε κάθε αναγνώστης να διαμορφώσει σαφή εικόνα της κατάστασης και να επιλέξει εν πλήρει επιγνώσει την ιδέα που τον εκφράζει και για την οποία είναι προορισμένος.
Αποσαφήνιση
της βάσης της αντιμαχίας
Ο
λόγος που οι σχετικοί διαξιφισμοί συνεχίζονται σε βάθος ετών χωρίς αποτέλεσμα
είναι η ασαφής βάση επί της οποίας τίθεται το όλο ζήτημα. Οι μεν οπαδοί του
«ελληνικού εθνικισμού» που στο εξής θα αποκαλούνται χάριν συντομίας
«νεοεθνικιστές» προβάλλουν αποσπάσματα πολιτικών ή λογοτεχνών που γενικώς
θεωρούνται ή μπορούν να θεωρηθούν ως εθνικιστές, οι δε εθνικοσοσιαλιστές ως επί
το πλείστον προβάλλουν αποσπάσματα από λόγους ή έργα εθνικοσοσιαλιστών, σχεδόν
πάντα Γερμανών για προφανείς ιστορικούς λόγους, με αποτέλεσμα ο διάλογος κάθε
άλλο παρά γόνιμος να καθίσταται και περισσότερο να αποπροσανατολίζει παρά να
διευκολύνει έναν ουδέτερο παρατηρητή να κατανοήσει την ουσία του προβλήματος.
Τι
σημαίνει «ελληνική» ιδεολογία;
Ας
αποσαφηνίσουμε λοιπόν τη βάση διεξαγωγής της αντιμαχίας. Τι σημαίνει «ελληνική»
ιδεολογία; Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει μια θέση, μία ιδέα ή μία ιδεολογία
ώστε να θεωρείται ελληνική; Είναι τάχα ελληνική όποια ιδεολογία επινοήθηκε από
κάποιον Έλληνα; Όποια υιοθετήθηκε ή εφαρμόστηκε μήπως από κάποιον Έλληνα; Μα
στο διάβα των αιώνων, ακόμα και των τελευταίων δεκαετιών, έχουν υπάρξει
αμέτρητοι Έλληνες που διαμόρφωσαν, υπερασπίστηκαν ή εφάρμοσαν παράταιρες ιδέες
και απόψεις. Είναι όλων αυτών οι ιδέες ελληνικές; Έλληνας ήταν και ο
Κολοκοτρώνης, Έλληνας και ο Μαυροκορδάτος, όμως το όραμα και η πολιτική τους
υπήρξαν αντιδιαμετρικές. Ποια από τις δύο πρέπει να θεωρείται «ελληνική» και
ποια «ξένη»; Έλληνες ήταν και ο Ίων Δραγούμης, αλλά και ο Παύλος Γύπαρης, ακόμα
και ο Ζαχαριάδης ή ο Γεώργιος Παπανδρέου. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η
ελληνικότητα μιας οποιασδήποτε ιδέας δεν μπορεί να καθορίζεται από το αν κάποτε
την υιοθέτησε ή την εξέφρασε ένας Έλληνας, παρά μόνον από τα χαρακτηριστικά της
ίδιας της ιδεολογίας, από το κατά πόσον η εν λόγω ιδέα ή ιδεολογία συνάδει με
τον λεγόμενο «ελληνικό χαρακτήρα», με τις αρχές δηλαδή που διέπουν την ελληνική
σκέψη, φιλοσοφία και νοοτροπία.
Τα
χαρακτηριστικά της ελληνικότητας
Για
να υποβάλουμε λοιπόν οποιαδήποτε ιδέα ή ιδεολογία σε «έλεγχο ελληνικότητας»,
οφείλουμε να θέσουμε κάποια κριτήρια τα οποία διευκρινίζουμε εξ αρχής πως είναι
ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά. Δεν φιλοδοξούμε δηλαδή σε καμία περίπτωση να
ορίσουμε σε μια παράγραφο ενός άρθρου ολόκληρη την ουσία και το βάθος της
ελληνικής σκέψης και φιλοσοφίας, παρά μόνον να απαριθμήσουμε μερικές εκφάνσεις
της, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν ως γνώμονες με τους οποίους να
διακρίνουμε κατά πόσον μια ιδεολογία, επινοημένη ή εκπεφρασμένη είτε από
κάποιον Έλληνα είτε από κάποιον ξένο, συνάδει με τον ελληνικό τρόπο σκέψης και
ως εκ τούτου μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ελληνική». Η εις βάθος διερεύνηση,
μελέτη και εξέταση κάθε επιμέρους ερωτήματος, που θα μπορούσε από μόνη της να
καλύπτει την ύλη ενός ολόκληρου βιβλίου, αρχικά επαφίεται στον αναγνώστη που
θέλει πραγματικά να αναζητήσει την αλήθεια.
Ασφαλώς,
οφείλουμε να ανατρέξουμε στις ρίζες, στην αρχαία Ελλάδα και μάλιστα στην εποχή
της ακμής, καθώς σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη φάση και αν ανατρέξουμε, η
ελληνική σκέψη έχει υποστεί αλλοίωση από ξένες επιρροές, γεγονός που οφείλεται
σε ποικίλους λόγους, η ανάπτυξη των οποίων ξεφεύγει από τον σκοπό του παρόντος
άρθρου.
Σαφώς
θα περίμενε κανείς σε μία τέτοια μνεία του ελληνικού ιδεώδους να εξαίρεται ως
ύψιστη αρετή η πολεμική ανδρεία. Είναι άλλωστε σύνηθες στη γραμματεία των
εθνικιστών ή των «νεοεθνικιστών» να προβάλλεται το πρότυπο του Σπαρτιάτη στις
Θερμοπύλες ή του γενναίου Σαλαμινομάχου. Οπωσδήποτε το πολεμικό μένος ήταν μία
βασική ιδιότητα που απαιτείτο να διακατέχει τον Έλληνα των αρχαίων χρόνων, όμως
όταν θελήσουμε να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά της Σ κ έ ψ η ς των Ελλήνων
οφείλουμε να αναφερθούμε σε φιλοσοφικές έννοιες και ερωτήματα όπως:
Τι
σχέση είχε η ύλη με το πνεύμα στη σκέψη των Ελλήνων; Επρόκειτο για έννοιες
αλληλένδετες ή διακριτές; Πώς αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες την έννοια του
«είναι»; Πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια του «γίγνεσθαι» ή ακόμα και του
«φαίνεσθαι» σε σχέση με το «είναι»; Ακόμα περισσότερο, πώς αντιλαμβάνονταν την
έννοια του «σκέπτεσθαι» ως προς το «είναι», το «γίγνεσθαι» και το «φαίνεσθαι»; Τι
σήμαινε ακριβώς για τους Έλληνες η λέξη «φύσις»; Πώς αντιλαμβάνονταν τον Λόγο; Τι
σημασία είχε στη σκέψη των Ελλήνων η έννοια του χώρου; Πώς αντιλαμβάνονταν την
έννοια του χρόνου και του ιστορικού γίγνεσθαι; Ένα από τα βασικότερα κριτήρια
ελληνικότητας μιας ιδεολογίας, επί παραδείγματι, θα έπρεπε να αποτελεί το κατά
πόσον δέχεται την κυκλική ή σπειροειδή εξέλιξη του χρόνου ή, στον αντίποδα, τη
γραμμική, που συνεπάγεται τη δημιουργία «εκ του μηδενός» και το «τέλος της
Ιστορίας». Τι σπουδαιότητα είχε η έννοια του «αίματος» στην αρχαία Ελλάδα; Πώς
συνδεόταν το αίμα με τη γη; Τι σημασία απέδιδαν στην πόλη; Τι σημασία απέδιδαν
στον πολιτισμό; Πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια της Τέχνης, για παράδειγμα σε
σχέση με το «είναι» και με την έννοια της «αλήθειας» ή σε σχέση με το κοινωνικό
σύνολο; Μπορεί λόγου χάρη να θεωρείται «ελληνική» η αντίληψη περί «τέχνης για
την τέχνη»; Πώς αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες την «επιστήμη»; Πώς εκδηλωνόταν η
ουσία της θρησκευτικότητας των Ελλήνων; Ποια σχέση απέδιδαν μεταξύ του θείου
και της ύλης και κατά πόσον δέχονταν την απεικόνιση ή, στον αντίποδα, το
ανεικονικό του θείου;
Υπογραμμίζουμε
πως τα παραπάνω αποτελούν μόνο κάποια παραδείγματα των ερωτημάτων που θα έπρεπε
να απασχολούν όσους στ’ αλήθεια αναζητούν την ελληνική ουσία μίας ιδεολογίας
και σε καμία περίπτωση δεν εξαντλούν τα ζητήματα που απασχόλησαν τη Σκέψη των
Ελλήνων. Και οφείλουμε επίσης να τονίσουμε πως δεν αποτελούν ερωτήματα
ρητορικά, ξεκομμένα από τη ζωή και κατάλληλα μόνο προς συζήτηση σε φιλοσοφικά
συμπόσια. Το πώς αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες την έννοια της «πόλης» για
παράδειγμα, διαμόρφωσε και το πλαίσιο της ελληνικής πολιτείας, που διείπε κάθε
ελληνική πόλη – κράτος, ανεξάρτητα από την επιμέρους πολιτειακή ή οικονομική
της οργάνωση. Λόγου χάρη, διαφορετικό πολιτειακό και οικονομικό καθεστώς είχαν
η Αθήνα, η Σπάρτη, η Κόρινθος και οι άλλες πόλεις, όμως αυτό που παρέμενε κοινό
ήταν το θεμέλιο επί του οποίου οργανωνόταν κ ά θ ε ελληνική πόλη – κράτος και
αυτό δεν ήταν άλλο από το «αίμα», δηλαδή από τη φυλετική βάση οργάνωσης της
πολιτείας, καθώς και από τη σχέση του πολίτη προς την πόλη, σχέση που βασιζόταν
στην ταύτιση του ατομικού με το συλλογικό συμφέρον – ήταν αδιανόητη για τους
Έλληνες της εποχής της ακμής η έννοια του «ιδιωτεύειν», απεναντίας κάθε πολίτης
αφιέρωνε τον «ελεύθερο χρόνο» του όπως θα λέγαμε σήμερα, την εν-έργεια και τη
δράση του, στην υπηρεσία του συνόλου και κατ’ αυτόν άλλωστε τον τρόπο η τέχνη,
η φιλοσοφία, η πολιτική, η επιστήμη, η γυμναστική, η παιδεία και η μόρφωση
καθόλου δεν αποτελούσαν τομείς «αυτοβελτίωσης» του ατόμου, παρά μορφές και
εκφάνσεις υπηρεσίας προς το όμαιμο σύνολο των συμπολιτών και προς την ίδια την
πόλη ως ιστορική και μεταφυσική οντότητα. Αντιστοίχως, η αντίληψη περί
κυκλικότητας του χρόνου, τον οποίον ο Πλάτων χαρακτήριζε ως «κινητή εικόνα της
αιωνιότητας», μεταξύ άλλων καθόρισε το πώς αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες της ακμής
τον ιστορικό τους ρόλο, όχι ως ατόμων που διάγουν μεμονωμένα μία γραμμική και
περαινόμενη πορεία ζωής, αλλά ως κρίκων σε μία αιώνια χρονική αλυσίδα που
εκτείνεται κατ’ απέραντο τρόπο προς το παρελθόν και το μέλλον, αντίληψη η οποία
ως εκ τούτου προσέδιδε στις πράξεις τους μία βαρύνουσα σοβαρότητα, καθώς
ανακλούσε τις συνέπειες των πράξεων αυτών στους νεκρούς προγόνους και τους
αγέννητους απογόνους του ίδιου ζώντος (και αιωνίου) οργανισμού, του οποίου κι
οι ίδιοι ήταν μέρος.
Έλεγχος
ελληνικότητας της ιδεολογίας του «ελληνικού εθνικισμού»
Κατ’
αρχάς, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν υπάρχει κανείς πλήρης και συνεπής
ορισμός του τι εστί «ελληνικός εθνικισμός» και οι οπαδοί του περιορίζονται σε
αναπαραγωγή φράσεων ή στιγμιοτύπων από τη ζωή ανθρώπων που θεωρούνται ή μπορούν
να θεωρηθούν τηρουμένων των αναλογιών ως εθνικιστές. Ακόμα και η απευθείας αναγωγή
στο κατά Ηρόδοτο έθνος (ως το όμαιμον, ομότροπον, ομόθρησκον και ομόγλωσσον)
δεν συνιστά «εθνικισμό» καθεαυτήν, καθώς λείπει οποιαδήποτε αναφορά στην
πολιτική υπόσταση και έκφραση αυτού του έθνους, συχνά μάλιστα ακόμα και ο
ορισμός του Ηροδότου φαίνεται να μην ανταποκρίνεται στην έννοια του έθνους όπως
την αντιλαμβάνονται οι λεγόμενοι «νεοεθνικιστές», καθώς προαπαιτεί φυλετική ομοιογένεια
(ενώ στον «νεοεθνικισμό» συχνά βλέπουμε αλλόφυλους, λόγου χάρη Αιγυπτίους ή
μιγάδες, να θεωρούνται όχι μόνον Έλληνες αλλά και εθνικιστές), ενώ αμφιλεγόμενο
είναι επίσης το κατά πόσον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του «νεοεθνικισμού»
το «ομόθρησκον» (κατά πόσον για παράδειγμα μπορούν να θεωρούνται εξίσου Έλληνες,
πολίτες που ασπάζονται διαφορετικά δόγματα ή είναι άθεοι ή αγνωστικιστές),
χωρίς να υπάρχει έστω ιδεολογική ομοφωνία αναφορικά με το τι ακριβώς συνιστά το
«ομότροπον» των Ελλήνων.
Ως
εκ τούτου, ο «ελληνικός εθνικισμός» δεν μπορεί να συνιστά ολοκληρωμένη
κοσμοθεωρία, μπορεί μονάχα να εκληφθεί ως «εντόπιο» ανάλογο του ευρύτερου
«εθνικισμού», που επίσης δεν συνιστά ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία καθώς δεν
προσδιορίζει ούτε καν βασικές αρχές, όπως είναι για παράδειγμα η πολιτειακή ή
οικονομική οργάνωση της κοινωνίας και μπορεί να χαρακτηρίζει είτε κοινωνίες
οργανωμένες σε φυλετική βάση, όπως εκλαμβανόταν ο γερμανικός εθνικισμός του 19ου
αιώνα, είτε κοινωνίες οργανωμένες στη βάση των προσταγμάτων της Γαλλικής
Επανάστασης περί «ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας» και περί του «συνυπάρχειν»,
όπως εκλαμβανόταν η έννοια του «γαλλικού εθνικισμού» διαμορφωμένη κατά τα πρώτα
χρόνια του 19ου αιώνα.
Είναι
εμφανές ότι η «ομπρέλα» του εθνικισμού είναι τόσο ευρεία, που μπορεί να
καλύπτει αρχές εκ διαμέτρου αντίθετες, όπως τον φυλετισμό και τον
αντι-φυλετισμό ή τον φιλελευθερισμό. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο εθνικισμός όπως
γίνεται αντιληπτός σήμερα από σχεδόν όλους τους θιασώτες του, αποτελεί πνευματικό
αποκύημα σαφώς ξένων διανοιών και δη ο «εθνικισμός» με τη σημασία που έχει
επικρατήσει σχεδόν εξ ολοκλήρου στις μέρες μας, δηλαδή ο απαλλαγμένος από
αναφορές στο αίμα και τη φυλετική ομοιογένεια του «εθνικού συνόλου», ο οποίος
αποτελεί δημιούργημα του Ερνέστ Ρενάν, ενός Γάλλου διανοητή κατ’ ολίγον
μεταγενέστερου της Γαλλικής Επανάστασης, ο οποίος ανέλαβε να προσδώσει
συνδετικό ιστό στο νεοπαγές γαλλικό «έθνος» που, κατά πλήρη αντιδιαστολή προς
την ελληνική σκέψη, γεννήθηκε εκ του μηδενός, συνενώνοντας ετερόκλητες
εθνοτικές ομάδες.
Η
δε φιλοσοφική θεμελίωση του εθνικισμού εν γένει αντλεί τα επιχειρήματά της από
φιλοσοφίες αλλότριες προς την παράδοση των Ελλήνων. Οφείλουμε σε αυτό το σημείο
να επισημάνουμε τελείως επιγραμματικά ότι κατά τα χρόνια της παρακμής της
αρχαίας Ελλάδας, τα πνευματικά επιτεύγματα των Ελλήνων μεταλαμπαδεύτηκαν και
προσλήφθηκαν από ξένους, αρχικά από τους Ρωμαίους, οι οποίοι όμως είτε από
πνευματική μετριότητα είτε λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων διέστρεψαν την ουσία
αρχικώς της γλώσσας και εν συνεχεία της σκέψης και της φιλοσοφίας των Ελλήνων.
Όλοι οι μεταγενέστεροι Ευρωπαίοι στοχαστές επηρεάστηκαν από τη διαστρέβλωση
αυτή και την επιδείνωσαν, με αποκορύφωμα αυτής της πορείας τη διδασκαλία του
Καρτέσιου και τον συνεπακόλουθο «Διαφωτισμό», ο οποίος σε όλες τις βασικές
αρχές του βρίσκεται σε αντιδιαστολή προς την ελληνική σκέψη. Αφήνεται στον
αναγνώστη να μελετήσει περαιτέρω και να εξετάσει τι απαντήσεις δίνει η σύγχρονη
ευρωπαϊκή σκέψη (με «ναυαρχίδα» τον Διαφωτισμό) στα ερωτήματα που διαμόρφωσαν
την ελληνική σκέψη και νοοτροπία, όπως για παράδειγμα στο ζήτημα της σχέσης
μεταξύ ύλης και πνεύματος, «είναι» και σκέψης, θείου και μορφής, επιστήμης και
θρησκείας, τέχνης και κοινωνίας, ατόμου και συνόλου.
Είναι
αδιανόητο να αποδίδονται κατηγορίες περί μη ελληνικότητας σε οποιαδήποτε
ιδεολογία, όταν οι «κατήγοροι» είναι άνθρωποι που εν αγνοία ή εν επιγνώσει τους
ακολουθούν αρχές διαπλασθείσες στο πρότυπο του διαφωτισμού και ριζικά αντίθετες
προς τις πνευματικές κατευθύνσεις των δικών μας προγόνων, αρχές τις οποίες
σχεδόν όλοι διδάχθηκαν στα σχολεία και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα ενός
φιλελεύθερου αστικού συστήματος που τους διαπαιδαγώγησε βάσει των συγκεκριμένων
ιδεών σ κ ό π ι μ α και τις οποίες ενστερνίζονται και αναπαράγουν άκριτα, χωρίς
επίγνωση του κινδύνου που κάτι τέτοιο εγκυμονεί για την ίδια την «ελληνικότητα»
της ιδεολογίας τους, που τόσο πολύ επιθυμούν.
Έλεγχος
ελληνικότητας της ιδεολογίας του εθνικοσοσιαλισμού
Κατ’
αρχάς, οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως ο εθνικοσοσιαλισμός δεν αποτελεί γέννημα
του γερμανικού αίματος ή πνεύματος, αλλά γέννημα των Ελλήνων, διότι ως
κοσμοθεωρία ενσωματώνει συμπυκνωμένες όλες τις θεμελιώδεις αρχές και εκδηλώσεις
του ελληνικού αίματος και του ελληνικού πνεύματος. Σαφώς, πολιτικά ενσαρκώθηκε
με πληρότητα από τους Γερμανούς στο τρίτο γερμανικό ράιχ, όμως η ενσάρκωση αυτή
ακολούθησε το «καλούπι» της αρχαίας ελληνικής ιδιοσυστασίας, αφενός επειδή στα
εξωτερικά της γνωρίσματα χρησιμοποίησε ως πρότυπο την πολιτειακή οργάνωση της
Σπάρτης και την ιδεώδη πολιτεία όπως την οραματίστηκε ο Πλάτων και αφετέρου
επειδή τη θεωρητική θεμελίωση της ιδεολογίας την παρέσχαν άνθρωποι που, παρά τη
μη ελληνική καταγωγή τους, μπόρεσαν να κατανοήσουν εις βάθος αρχικά τη γλώσσα
και εν συνεχεία τη σκέψη και τον χαρακτήρα των δικών μας προγόνων.
Είναι
διάχυτη η εντύπωση ακόμα και στις πιο αδρές σκιαγραφήσεις του εθνικοσοσιαλισμού
πως υπήρξε πολιτική ομοιότητα με την αρχαία Σπάρτη, όσον αφορά στη φυλετική
βάση επί της οποίας οργανώθηκε το εθνικοσοσιαλιστικό γερμανικό κράτος καθώς και
όσον αφορά στον θεσμό των «ομοίων», όπως και στο καθεστώς κοινωνικής
δικαιοσύνης που σε γενικές γραμμές είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι εφαρμόστηκε ή
επρόκειτο βάσει προγράμματος να εφαρμοστεί. Πρέπει να διευκρινιστεί στο σημείο
αυτό πως δεν αναφερόμαστε σε κάποιες σκέψεις κάποιου εθνικοσοσιαλιστή που
δημοσίως ή σε ιδιωτικά του έγγραφα εξέφραζε την επιθυμία για ένα τέτοιο
καθεστώς, απεναντίας αναφερόμαστε στο επίσημο πολιτικό πρόγραμμα που το
κυβερνόν κόμμα τότε διακήρυξε και εφάρμοσε στην πράξη. Βλέπουμε λοιπόν πως ο
γερμανικός εθνικισμός του τρίτου γερμανικού ράιχ θεμελιώθηκε σε αυστηρή
φυλετική βάση, σε νόμους αίματος, ο δε κοινωνισμός του, απέχοντας στην ίδια την
ουσία του πόρρω από τον σοσιαλισμό που διείπε τα μετέπειτα λεγόμενα «κράτη του
υπαρκτού σοσιαλισμού», στηριζόταν πολύ περισσότερο στο μοντέλο κοινωνικής
δικαιοσύνης της αρχαίας Σπάρτης.
Πέραν
όμως των εξωτερικών ομοιοτήτων με την αρχαία Ελλάδα, η πνευματική θεμελίωση του
«γερμανικού» εθνικοσοσιαλισμού προσιδιάζει στην ελληνική σκέψη. Ως ύψιστη αρετή
στον εθνικοσοσιαλισμό θεωρείτο η πολεμική ανδρεία, η αριστεία που εκλαμβανόταν
ως εξαίρετη σωματική επίδοση προς τον σκοπό της υπεράσπισης της πολιτείας, σε
συνδυασμό με ανάπτυξη του πνεύματος κατά το πρότυπο της αρχαίας ελληνικής τάξης
των αρίστων, παράδειγμα ληφθέν επίσης από την αρχαία Ελλάδα, όπου κατά τη
μετάβαση από την οργάνωση των τοπικών βασιλείων στην οργάνωση της πολιτείας
κατά το πρότυπο της πόλεως – κράτους, κάθε πολίτης διαπαιδαγωγείτο κατά τον
ίδιο τρόπο που παλαιότερα διαπαιδαγωγούνταν οι αριστοκράτες.
Επαφίεται
και πάλι στον αναγνώστη να ελέγξει, με αντικειμενικότητα και νηφάλιο νου, κατά
πόσον η εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία, ακόμα και στη γερμανική έκφανσή της,
ταυτίστηκε ή αντιδιεστάλη προς τα ελληνικά χαρακτηριστικά της σκέψης που θέσαμε
παραπάνω ως κριτήρια ελληνικότητας. Για παράδειγμα, πώς αντιλαμβάνονταν οι
Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές την εξέλιξη του χρόνου, τι σημασία απέδιδαν στο αίμα
και στη σύνδεσή του με τη γη, πώς αντιλαμβάνονταν το «είναι» σε σχέση με το
«γίγνεσθαι», πώς αντιλαμβάνονταν την τέχνη σε σχέση με την κοινωνία, κατά πόσον
η σχέση του πολίτη προς την πολιτεία ακολούθησε την οδό της ατομικότητας ή της
υπηρεσίας προς το σύνολο, ή πώς αντιλαμβάνονταν το θείο.
Αξίζει
τέλος να επισημανθεί πως η συνηθέστερη των κατηγοριών κατά του
εθνικοσοσιαλισμού, δηλαδή πως πρόκειται για «παγγερμανισμό», είναι η πλέον
ασταθής, καθότι, με εξαίρεση ελάχιστες προσωπικότητες που σε τελευταία ανάλυση
δεν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της σκέψης του Χίτλερ, ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός
πορεύθηκε τον ακριβώς αντίθετο δρόμο, εκείνον της αναγωγής στις ρίζες, δηλαδή
στις ελληνικές ρίζες, τον ελληνικό χαρακτήρα και την ελληνική σκέψη και πράξη,
τόσο στα εξωτερικά του γνωρίσματα όσο και στα εσωτερικά ή και μεταφυσικά.
Κριτήριο
αν-ελληνικότητας: τα εγκλήματα των Γερμανών στην Κατοχή
Ένα
επιχείρημα που συχνά μετέρχονται οι νεοεθνικιστές κατά του εθνικοσοσιαλισμού
είναι πως κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, στη χώρα μας επισυνέβησαν
«εγκλήματα πολέμου» και ως εκ τούτου η ελληνική ταυτότητα και η
εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία είναι ασυμβίβαστες.
Ξεφεύγει
από τους σκοπούς του παρόντος άρθρου μία ανάλυση του τι ακριβώς συνέβη κατά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο στη χώρα μας όσο και στη διεθνή σκηνή, αρκεί
πάντως να αναφέρουμε τελείως επιγραμματικά πως οι αληθινοί υπαίτιοι του πολέμου
εν γένει και της εμπλοκής της χώρας μας στον πόλεμο αυτόν ειδικότερα, πρέπει να
αναζητηθούν μεταξύ των λεγόμενων «Συμμάχων». Ό,τι επακολούθησε μετά την εμπλοκή
μας στον πόλεμο κατ’ εντολή των Βρετανών, πρέπει να πιστωθεί στους αληθινούς
υπαιτίους, καθώς κάθε πόλεμος από γενέσεως της ανθρωπότητας, δίκαιος ή άδικος,
χωρίς κανένα ιστορικό παράδειγμα εξαίρεσης, συνεπάγεται διάπραξη σκληρών
πράξεων, τέτοιων που σήμερα χαρακτηρίζονται ως «εγκλήματα πολέμου».
Άλλωστε,
εφόσον στο μικροσκόπιο της εξέτασής μας βρίσκεται και η ιδεολογία του
εθνικισμού εν γένει («δείγμα» του οποίου είναι και ο ελληνικός εθνικισμός), θα
πρέπει κατ’ αναλογία να αναρωτηθούμε ή να καταμετρήσουμε πόσοι Έλληνες έχουν
σκοτωθεί εν ονόματι εθνικιστικών ιδεολογιών, παραδείγματος χάρη από Τούρκους
εθνικιστές κατά τη σφαγή της Σμύρνης, από Βούλγαρους εθνικιστές κατά τις
δεκαετίες των ταραχών στη Μακεδονία ή από Άγγλους και Γάλλους εθνικιστές κατά
τους πολυάριθμους αποκλεισμούς και τις ωμές επεμβάσεις που έχουν διενεργήσει οι
δύο αυτές δυνάμεις εις βάρος της πατρίδας μας τους τελευταίους δύο (και όχι
μόνον) αιώνες.
Το
παράδοξο όμως τέτοιου είδους επιχειρημάτων έγκειται στο ότι, σε τελευταία
ανάλυση, δεν έχει σημασία (αναφορικά με το εξεταζόμενο ζήτημα) ποιος φταίει και
πόσοι Έλληνες σκοτώθηκαν εν ονόματι ποιας ιδεολογίας. Στο διάβα των αιώνων, οι
Έλληνες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν εμπλακεί σε αμέτρητες εμφύλιες
αναμετρήσεις, στις οποίες αμφότερες οι αντιμαχόμενες πλευρές θα μπορούσε,
τηρουμένων των αναλογιών, να ειπωθεί πως απαρτίζονταν από Έλληνες «εθνικιστές».
Για παράδειγμα, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο αναμετρήθηκαν πολλές ελληνικές
πόλεις με προεξάρχουσες την Αθήνα και τη Σπάρτη και συνολικά σκοτώθηκαν πολλές
εκατοντάδες ή ίσως και χιλιάδες Ελλήνων, «Ελλήνων εθνικιστών». Κατά δε τον
δεύτερο εμφύλιο που διαδραματίστηκε εν τω μέσω της Ελληνικής Επανάστασης του
1821, είδαμε Ρουμελιώτες αγωνιστές, προσωπικότητες σαν τον Καραϊσκάκη, τον
Γκούρα, τον Τζαβέλλα και τον Μακρυγιάννη (που είχε και το μεγαλύτερο μερίδιο
ευθύνης), όλοι εκ των οποίων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «Έλληνες
εθνικιστές», να εξορμούν στην Πελοπόννησο, να αναμετρώνται στα πεδία των μαχών
με τους Μοραΐτες αγωνιστές και ήρωες της εθνεγερσίας, να επιδίδονται ακόμα και
σε αναρίθμητα «εγκλήματα πολέμου» όπως θα τα χαρακτηρίζαμε σήμερα, με θύματα σε
κάθε περίπτωση και πάλι «Έλληνες εθνικιστές». Και παρότι μπορεί κανείς να έχει
διαμορφώσει σαφή γνώμη υπέρ ή κατά οποιασδήποτε από τις δύο εμπλεκόμενες
πλευρές, θα ήταν τουλάχιστον παράλογο να ισχυριστεί πως φερ’ ειπείν οι
ρουμελιώτικες κοινότητες δεν είναι «ελληνικές» ή πως όσοι είναι Στερεοελλαδίτες
δεν είναι Έλληνες αλλά εχθροί των Ελλήνων.
Η
ελληνικότητα ή μη οποιασδήποτε ιδεολογίας ή ιδέας, δεν κρίνεται από τον αριθμό
των Ελλήνων που μπορεί να σκοτώθηκαν εν ονόματί της, αλλά από το αν τα θεμέλια
και οι βάσεις της συνάδουν ή απάδουν προς την ελληνική σκέψη και τα γεννήματα
του ελληνικού πνεύματος, δηλαδή του ελληνικού αίματος.
Επίλογος
– Τα αίτια και η προέλευση της όλης διαμάχης
Κλείνοντας
το άρθρο αυτό, δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε για τα αίτια της επίθεσης που
εξαπολύεται, με ολοένα εντεινόμενο ρυθμό, κατά του εθνικοσοσιαλισμού από τους
φορείς του λεγόμενου «εθνικιστικού χώρου». Σε πρώτο επίπεδο, οπωσδήποτε πρέπει
να δεχτούμε πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, με καλή ή όχι και τόσο καλή
προαίρεση, που δεν έχουν στέρεο υπόβαθρο γνώσεων και ως εκ τούτου επηρεάζονται
εύκολα από τις ρητορείες που μπορεί να φτάσουν στα αφτιά τους, χωρίς να είναι
οι ίδιοι σε θέση να αξιολογήσουν το περιεχόμενό τους.
Σε
δεύτερο επίπεδο, πρέπει επίσης να δεχτούμε πως υπάρχουν άνθρωποι που φοβούνται
τυχόν ποινικές διώξεις, βλέποντας ένα γενικότερο, διεθνές κλίμα είτε απαγόρευσης
της εθνικοσοσιαλιστικής δημόσιας ρητορικής, είτε αντιμετώπισής της δυσμενώς. Οι
άνθρωποι αυτοί, ιδίως μετά το κύμα φυλακίσεων που χτύπησε προσφάτως τον ελληνικό
«εθνικιστικό χώρο», προσπαθούν να αποσείσουν πάση θυσία από πάνω τους κάθε
πιθανή συσχέτισή τους με ακραίες ιδέες, σε μια προσπάθεια να πείσουν το σύστημα
να τους χαριστεί και να τους φερθεί με αβρότητα. Επιλέγουν, επομένως, την
«εναλλακτική» του ανώδυνου «ελληνικού εθνικισμού», που, εν αντιθέσει προς τον
εθνικοσοσιαλισμό που διέπεται από την έννοια του χρέους, δεν τους ζητά κανένα
αντάλλαγμα και μπορεί κάλλιστα να ισοδυναμεί με ένα ασφαλές χόμπι,
εξαντλούμενος σε ανώδυνες, άγονες και συχνότατα ανούσιες συζητήσεις για
περασμένα μεγαλεία, σε μνημόσυνα ηττοπάθειας και στην υποκατάσταση μίας καφενειακού
τύπου κοινωνικοποίησης.
Σε
ένα τρίτο επίπεδο, όμως, πρέπει να δεχτούμε πως η όλη ρητορική περί ενός κατά
βάση μη ελληνικού «ελληνικού εθνικισμού» σε αντιδιαστολή προς τον «κακό
εθνικοσοσιαλισμό», ενός εθνικισμού απαλλαγμένου από τις έννοιες του φυλετισμού
και του συνεπαγόμενου αντισημιτισμού, στα παρασκήνια της πολιτικής ζωής κατά
πάσα πιθανότητα υπαγορεύεται από ξένα κέντρα εξουσίας και διοχετεύεται ως
κατευθυντήρια οδός της ρητορικής ολόκληρου του «εθνικόφρονος» πολιτικού
φάσματος στις διάφορες δυτικές χώρες. Ένας τέτοιος, «κοσέρ» εθνικισμός, μπορεί
να υπαγορεύεται μόνο από συγκεκριμένους εντολείς και ως εκ τούτου μόνο προς
αυτών το συμφέρον μπορεί να λειτουργεί. Ας σκεφτεί κάθε αναγνώστης γιατί τα
τελευταία 75 χρόνια, ολόκληρο το πολιτικό φάσμα από την άκρα αριστερά ως την
άκρα δεξιά, σε κάθε δυτική χώρα, μόνο εναντίον ενός εχθρού συνασπίζεται – και
ας σκεφτεί, κατά την κικερώνεια συλλογιστική, π ο ι ο ς ω φ ε λ ε ί τ α ι.
Καθώς
όμως α-λήθεια σημαίνει το να ανασύρεις κάτι από τη λήθη, να το φέρεις στο φως
και να του προσδώσεις έτσι την πραγματική του υπόσταση, νομοτελειακά η Αλήθεια,
σε κάθε έκφανσή της, θα συντρίψει τα ψεύδη που την καλύπτουν, γκρεμίζοντας τις
ψευδαισθήσεις όσων δεν αντέχουν τον πόνο που προκαλεί στα μάτια το εκτυφλωτικό
της φως. Τότε, θα κριθεί το δίκαιο κάθε θέσης, ιδέας ή ιδεολογίας. Κριτής θα
είναι η Ιστορία και το Πεπρωμένο και καθένας μας θα πρέπει να απολογηθεί για
τις πράξεις και τις παραλείψεις του. Όλβιος όστις αποδειχτεί ότι έκανε το χρέος
που πρόσταζε το αίμα του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.