Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η άγνωστη προδοσία του Μακεδονικού Αγώνα από τους «πρωτεργάτες» του

 


Γράφει ο Στέλιος 

Όπως μπορεί να αντιληφθεί και ο αδαέστερος όλων, η Ελλάδα είναι η χώρα που διαχρονικά οι προδότες τιμώνται ως ήρωες, ενώ οι ήρωες με τη σειρά τους παραγκωνίζονται και μακροχρόνια λησμονούνται. Όπως, λοιπόν, συμβαίνει σε κάθε εθνοϊστορικής σημασίας περίσταση, έτσι και ο Μακεδονικός Αγώνας δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

Θεμέλιος λίθος του παρόντος κειμένου είναι η ενυπόγραφη μαρτυρία του Μακεδονομάχου Παύλου Γύπαρη για τις καταγγελίες των εθνικών αγωνιστών Καπετάν Βάρδα (Γεωργίου Τσόντου) και Λεωνίδα Παρασκευόπουλου αναφορικώς με την κατασπατάληση των χρηματικών πόρων, που προορίζονταν, υποτίθεται, για την διεξαγωγή Μακεδονικού Αγώνα, από τα παρακρατικά τζάκια της εποχής. Επειδή, όμως, πολλές και αμφιλεγόμενες κρίσεις έχουν ακουστεί γύρω από την φυσιογνωμία του, καλό θα ήταν πρώτα να σκιαγραφήσουμε αδρομερώς το ιδεολογικό προφίλ του.

Για να είμαστε αντικειμενικοί στην αξιολογική μας κρίση, οφείλουμε πρώτα απ' όλα να επισημάνουμε ότι δεν ενεφορείτο από τα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη που εμπνέουν εμάς. Το απέδειξε άλλωστε η μετέπειτα στάση και πορεία του. Ο Παύλος Γύπαρης, ως εθνικός αγωνιστής, «κουβαλάει» την ιδεολογική κληρονομιά που άφησαν πίσω τους οι αγωνιστές της εθνεγερσίας έναν μόλις αιώνα νωρίτερα. Εισδύοντας στο κλίμα της εποχής, θα λέγαμε ότι ενσαρκώνει στον απόλυτο βαθμό την παρακαταθήκη της ιδεολογίας, που, με όρους σύγχρονης πολιτικής κλίμακας, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «λαϊκό ελληνορθόδοξο εθνικισμό», αντίληψη που αποτελούσε το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής, σε συνδυασμό με τα μεγαλοϊδεατικά οράματα. Αυτός ο τρόπος σκέψης διαφαίνεται έντονα μέσα από το έμμετρο ποιήμα1 που ο ίδιος συνέγραψε.


«Φυτρώσετε στο Στρέμπενο δάφνες, μυρτιές και κρίνους

κι ας γίνη βασιλιά μπαξές, ας γίνη Εδέμ για εκείνους...

Μαζί μ' αυτά και τον Χριστό στέκομεν, προσκυνούμεν,

κι ώσπου να ζη ο Έλληνας, Θεό θα τον καλούμεν...

Ακώ κανόνια να βροντούν, καμπάνες να σημαίνουν,

βλέπω παρθένες βιαστικές, με δάκρυα να υφαίνουν

έναν δικέφαλο αητό, μ' ένα σταυρό μεγάλο,

νοιώθω καρδιώνε ράγισμα, ακώ ψυχώνε σάλο.

Θωρώ το ξεμαρμάρωμα μεσ' τη χρυσή την πύλη,

να παίρνουν τη μετάδοσι στου Γρηγορίου τα χείλη,

βλέπω και το Βυζάντιο, ν' ανοίγη σαν λουλούδι.

και να αληθεύει το χρυσό του Γένους μας τραγούδι..

Έχετε σκλάβοι υπομονή, τα σύννεφα περνάνε

πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι!»

 

Πρόκειται για μια ιδεαλιστική προσωπικότητα με υψηλά εθνικά οράματα. Δεν μένει όμως σε «παχιές» αοριστολογίες και βαρύγδουπες υποσχέσεις, αλλά περνά στην ενεργό δράση, συμμετέχοντας ενεργά (και τραυματιζόμενος στην πρώτη γραμμή του μετώπου) σε οκτώ εθνικούς πολέμους! Αυτό είναι άλλωστε και το στοίχημα για κάθε συνειδητοποιημένο εθνικοσοσιαλιστή. Να αγωνίζεται σθεναρά «με σπαθί και πένα, με μελάνι και αίμα». Η επισήμανση αυτή έχει βαρύνουσα σημασία, αν αναλογιστούμε ότι η τότε πλειοψηφία της εποχής είτε παρακολουθούσε απαθής τις εξελίξεις, είτε εξαπέλυε φτηνούς «πατριωτικούς» πομφόλυγες εκ των ασφαλών προξενείων είτε συμμετείχε μεν σε μάχες, αλλά με ιδιοτελή μισθοφορικά κίνητρα.


Τη θεώρηση αυτή του Μακεδονικού Αγώνα, ως αξιακής ακολουθίας της εθνεγερσίας του ’21, προκρίνει και ο Απόστολος Βακαλόπουλος, που θα προσθέσει ως συνέχεια αυτών των δύο, την εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, σημειώνοντας ότι: «Η θέση των Μακεδονομάχων, που με το αίμα τους στοίχειωσαν τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είναι στο πλάγι των αγωνιστών του 1821. Αν εκείνοι ανέστησαν το ελληνικό κράτος, αυτοί ανανέωσαν τους ηρωισμούς των και συμπλήρωσαν το έργο εκείνων. Πραγματικά ο ιστορικός που θεωρεί τα γεγονότα της εκατονταετίας 1821-1921 ξεχωρίζει τρεις μεγάλους σταθμούς: την επανάσταση του 1821, τον Μακεδονικόν αγώνα (τέλη 19ου - αρχές 20ου αι.) και την εξόρμηση του 1912-1913. Ο δεύτερος σταθμός που φτάνει στην ύψιστή του ακμή στα 1904 - 1908, γιατί τότε συστηματοποιείται και κορυφώνεται ο Μακεδονικός αγώνας, είναι συνεχής και έντονος, πλούσιος σε ηρωικές θυσίες, αλλά και σε επιτεύγματα»2.   


Η μαρτυρία Γύπαρη καίει τα σύγχρονα πρότυπα της αστικής ακροδεξιάς



Για να καρποφορήσει, ως γνωστόν, μια πολεμική προσπάθεια δεν αρκούν μόνο τα φλογερά πάθη και τα ακμαιότατα ηθικά. Απαιτούνται και χρηματικοί πόροι για ευνόητους λόγους. Υπεύθυνη για την συγκέντρωση των πόρων αυτών και τη διανομή τους στα αρμόδια εκτελεστικά όργανα ήταν η ηγεσία του ελληνομακεδονικού κομιτάτου, που ιδρύθηκε ως αντίβαρο στο αντίστοιχο βουλγαρικό κομιτάτο, το οποίο υποδαύλιζε τον αγώνα των Εξαρχικών στη Μακεδονία με στόχο τον προσεταιρισμό των πολυεθνοτικών πληθυσμών που κατοικούσαν στον γεωγραφικό χώρο της οθωμανοκρατούμενης Μακεδονίας, την θρησκευτική υπαγωγή τους στην εξαρχική εκκλησία και την μακροπρόθεσμη ένταξή τους στο βουλγαρικό Βασίλειο.

Την ηγεσία του ελληνομακεδονικού κομιτάτου επάνδρωναν όλα τα ξακουστά υψηλόβαθμα τζάκια της εποχής, όπως ήταν το ενεργούμενο των κεφαλαιοκρατών και διευθυντής της εφημερίδας ''ΕΜΠΡΟΣ", Δημήτριος Καλαποθάκης, η οικογένεια Δραγούμη – Μελά3 και διάφορες φιγούρες της "καλής" αστικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, τα πρόσωπα αυτά, όπως θα φανεί παρακάτω, στόχευαν, κατά κανόνα, στον προσπορισμό οικονομικών οφελών ή στο να χτίσουν την προσωπική τους μυθολογία πάνω στο μείζον εθνικό ζήτημα της εποχής.  

Ενώ, λοιπόν, η αιματοχυσία στα δύσβατα βουνά και στους βάλτους της Μακεδονίας είχε φτάσει στην κορύφωση της, οι προοριζόμενοι προς τους αγωνιστές πόροι εξαφανίστηκαν ως "δια μαγείας". Η εξέλιξή αυτή, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε αναβρασμό στις τάξεις των Μακεδονομάχων και εξελήφθη ως πισώπλατο μαχαίρωμα.

Όπως σημειώνει ο Γύπαρης, ενώ αρχικά διατέθηκαν επαρκείς πόροι, η κυβέρνηση πάντα επεδιώκε την διάλυση των αντάρτικων σωμάτων: «Κατά το διάστημα αυτό ενεδυναμώθησαν επαρκώς εις το χρήμα αμφότερα τα κομιτάτα. Η κυβέρνησις όμως του ελληνικού βασιλείου, δυσφορούσα για τα συμβαίνοντα… πάντοτε εστενοχώρει τα κομιτάτα αυτά, επιζητούσα τον τρόπο διαλύσεως των.»4

Λίγο αργότερα, έχοντας ήδη προοικονομήσει την τροπή των πραγμάτων, υπογραμμίζει με άκρως διαφωτιστικό τρόπο τις ηχηρές καταγγελίες του διαβόητου αγωνιστή Καπετάν Βάρδα (Γεωργίου Τσόντου) για την κατασπατάληση των πόρων, σημειώνοντας ότι «η διαχείρισις του μακεδονικού χρήματος δεν ήτο ομαλή... Ο Δ. Καλαποθάκης δεν ηδυνήθη να αντιστή επί πλέον εις την θύελλαν, την οποίαν εξαπέλυσεν εν Μακεδονία ο αρχηγός Βάρδας δι' επιστολής του, η οποία, ληφθείσα εν Αθήναις και εκτυπωθείσα εις πολλά αντίτυπα διενεμήθη προς πάντας τους σχετιζομένους με την εθνικήν υπόθεσιν. Η επιστολή εκείνη κατήγγειλε φοβερά και τρομερά πράγματα, ουδέποτε όμως αποδειχθέντα, και έρριπτεν εις το μέσον τας λέξεις "κλοπή και προδοσία", λέξεις αι οποίαι κατεθορύβησαν την συνείδησιν των πατριωτών, διότι τις έγραφε ανήρ, ο οποίος, είπερ τις και άλλος είχε δικαιώματα επί του τίτλου του πατριώτου… Ο Καλαποθάκης τότε οριστικώς παρητήθη και το κομιτάτο σχεδόν αποσυνετέθη»5.

Ο Καπετάν Βάρδας (Γεώργιος Τσόντος)


Οι ηχηρές καταγγελίες του καπετάν Βάρδα, του οποίου ο φλογερός πατριωτισμός είναι κάτι παραπάνω από αδιαμφισβήτητος, ευθυγραμμίζονται πλήρως και με τις αντίστοιχες του αντιστρατήγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, ο οποίος κατακεραυνώνει εξίσου το μακεδονικό κομιτάτο περιγράφοντας το ως μια «κακοήθη εταιρεία, που επλούτισαν όλοι οι αναμειχθέντες»6. Παρόμοιες κατηγορίες εκτοξεύτηκαν και από τον Ευθύμιο Καούδη, αρχηγό της πρώτης ομάδας Κρητών αγωνιστών που εισέβαλαν στην υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία και μετέπειτα προσωρινό αρχηγό των ελληνικών σωμάτων στη δυτική Μακεδονία μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά.

Για να μιλήσουμε ευθέως και απερίφραστα οι εθνικοί αγωνιστές Καπετάν Βάρδας (μνημονεύεται μέχρι και σήμερα από τον Ελληνισμό της Μακεδονίας και της Β. Ηπείρου για την προσφορά του) και Λεωνίδας Παρασκευόπουλος κατηγορούν τα εκτελεστικά όργανα του κομιτάτου ότι "τσέπωσαν" και "έφαγαν" τους χρηματικούς πόρους του Μακεδονικού Αγώνα. Επειδή, ωστόσο, δεν διέθεταν τις απαραίτητες αποδείξεις για να κατονομάσουν συγκεκριμένα πρόσωπα, κατηγόρησαν συλλήβδην ως υπαίτιους όλους τους επώνυμους αναμειχθέντες. Οι καταγγελίες αυτές κλόνισαν την κοινή γνώμη και είχαν σοβαρό αντίκτυπο, όπως παρατηρούμε στα γελοιογραφικά σκίτσα της εποχής.

 

Ο σκοτεινός ρόλος της Εθνικής Εταιρείας ως προπλάσματος του μακεδονικού κομιτάτου

Στο σημείο αυτό, επιβάλλεται να αναφερθούμε και σε μία άλλη σκοτεινή πτυχή της ιστορίας. Η σύνθεση των προσώπων, που απάρτιζαν την ηγεσία του κομιτάτου, ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με αυτήν της Εθνικής Εταιρείας που, λίγα χρόνια νωρίτερα, μέσα από την τεκτονική παραστρατιωτική - παραπολιτική της δράση, οδήγησε την Ελλάδα στον ατυχή (;) ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 που κατέληξε σε φιάσκο και λίγο έλειψε να μας οδηγήσει σε πλήρη εδαφικό ακρωτηριασμό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Καλαποθάκη που υπήρξε και εδώ δημιουργός, αλλά και του Παύλου Μελά που, αν και ωρυόταν για την άμεση πραγματοποίηση του πολέμου, όταν ήρθε η κρίσιμη στιγμή δεν εμφανίστηκε στο πεδίο της μάχης, λάμποντας δια της απουσίας του. Στην οργάνωση αυτή συμμετείχε και ο Ιωάννης Μεταξάς, ιδρύοντας τμήμα της στο Ναύπλιο.

Όπως μπορούμε να δούμε από τα γελοιογραφικά σκίτσα της εποχής, η έκβαση του πολέμου κατακρεούργησε ηθικά το όραμα της Μεγάλης Ιδέας.


Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς αναθεωρητές, οι επικεφαλής της Εθνικής Εταιρείας υπήρξαν εντολοδόχοι πράκτορες του Κάιζερ Γουλιέλμου, που επεδίωξε μια εθνική καταστροφή με στόχο την απομάκρυνση του αγγλόφιλου βασιλιά Γεωργίου από τον θρόνο και, κατ' επέκταση, την υπαγωγή της Ελλάδας στην γερμανική σφαίρα επιρροής. Με αυτή την εκδοχή της ιστορίας συντάσσεται και ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος σημειώνοντας πως: «είναι όχι πιθανό, αλλά βέβαιο, ότι πίσω από τα ηγετικά στελέχη της Εθνικής Εταιρείας ήταν πράκτορες της Γερμανίας. Αυτοί πιθανόν άμεσα ή έμμεσα είχαν πλησιάσει και τον Δ. Ράλλη και του ενέπνευσαν την  πολεμοκαπηλεία»7.

Σύμφωνα, επίσης με μία άλλη εκδοχή, την οποία συμμεριζόταν ο σύγχρονος των γεγονότων εκδότης και πολιτικός Γ. Φιλάρετος, η εθνική τραγωδία του 1897 είχε συμφωνηθεί μεταξύ της Ελλάδος, της Τουρκίας και των Δυνάμεων της εποχής (με επικεφαλής την Αγγλία), προκειμένου η Ελλάδα να αποσύρει τον στόλο και τον στρατό που είχε αποστείλει στην επαναστατημένη Κρήτη, την οποία είχε αποκλείσει ο ενωμένος στόλος των ξένων Δυνάμεων, ο οποίος βομβάρδιζε τους επαναστάτες.8 Σύμφωνα με τη σοβαρότατη αυτή καταγγελία, ο «εικονικός» πόλεμος είχε σχεδιασθεί να διαρκέσει τριάντα ημέρες και να καταλήξει στη διατήρηση του τότε υπάρχοντος καθεστώτος στην Κρήτη και στην υπαγωγή του ελλαδικού κράτους στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, που στραγγάλισε την εθνική οικονομία.

Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος της Εθνικής Εταιρείας παραμένει σκοτεινός, δεδομένου ότι τα μέλη που απάρτιζαν την ηγετική της ομάδα ήταν σε θέση να έχουν ακριβή επίγνωση της καταστάσεως. Από τα παραπάνω, μπορούμε εύλογα να συναγάγουμε το συμπέρασμα ότι τα ίδια πρόσωπα που "έφαγαν" τους πόρους του Μακεδονικού Αγώνα, είναι τα ίδια που λίγα χρόνια πριν, έσυραν την Ελλάδα σε έναν καταστροφικό πόλεμο, την έκβαση του οποίου πιθανώς είχαν προοικονομήσει. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που σήμερα πολυδιαφημίζονται ως σύμβολα του Μακεδονικού Αγώνα.

 

Εμπλεκόμενα πρόσωπα του Κομιτάτου

 

Γερμανός Καραβαγγέλης



Ένα από τα πρόσωπα που εικάζεται ότι αύξησαν την περιουσία τους μέσα από τις προαναφερόμενες ατασθαλίες είναι ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης. Ενδεικτική της οικονομικής του ευρωστίας είναι η σκηνή που περιγράφεται στο βιβλίο της Αντιγόνης Βέλου Θρεψιάδη «Μορφές Μακεδονομάχων και τα ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη» μέσα από την οικία του: «Όταν έφτασα στο σπιτάκι της Οδού Εσπερίδων, είδα το σαλονάκι του στολισμένο με λουλούδια και στη μέση ένα τραπέζι στρωμένο με κρυστάλλινα ποτήρια κι ασημικά. Το ένα νόστιμο φαγί διαδεχόταν το άλλο κι ο σερβιτόρος, που μας σερβίριζε μ' όλους τους τύπους, σοβαρός και σιωπηλός, φορούσε άσπρα χιονάτα γάντια, σα να βρισκόμασταν σε κανένα πολύ επίσημο δείπνο. Μα δεν τόλμησα να τον ρωτήσω, εάν πάντοτε τον σερβίριζαν έτσι. Οπωσδήποτε αυτή η επισημότητα δεν θα ξένιζε κανένα, γιατί ταίριαζε στην αρχοντική κι επιβλητική του εμφάνιση»9.

Αν και ήταν ευρέως γνωστά στις τότε κοινωνίες τα οικονομικά, πολιτικά και διοικητικά προνόμια που απολάμβανε ο κλήρος επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η περιγραφή του δειπνικού διακόσμου προδίδει σαφώς έκπληξη και αρκετά ερωτηματικά εκ μέρους της συγγραφέως, που, όπως ομολογεί, δεν τόλμησε να τα θέσει.

Και συνεχίζει την περιγραφή της λίγο πιο κάτω, γράφοντας: «Έτσι θα μοιάζαν κι οι βασιλείς του Ισραήλ, όταν βγαίναν στον πόλεμο, σκέφτομαι… Σιγά - σιγά άρχισα να καταλαβαίνω, γιατί όλοι εκείνοι οι Τούρκοι κι Αλβανοί πασάδες, μπέηδες, διοικητές, τον βοηθούσαν τόσο πολύ... και καταντούσαν πολλές φορές τυφλά και αφοσιωμένα όργανα κάτω από το σοφό κυβέρνημα των χεριών του..»10.

Είναι πραγματικά απορίας άξιον το πώς ένας Μητροπολίτης, που έχει μείνει στην ιστορία ως εθνικός ήρωας, διέθετε τόσο προκλητική οικονομική ισχύ, την ίδια στιγμή που όλοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί ίδρωναν νυχθημερόν παλεύοντας με τη φτώχεια. Πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπόψη ότι, λόγω του νευραλγικού πόστου που διετέλεσε ο Γερμανός Καραβαγγέλης στο Κομιτάτο (στρατολόγηση αγωνιστών και αρωγή στα αντάρτικα σώματα) πέρασαν πακτωλοί χρήματος μέσα από τα χέρια του.

 

Ίων/Στέφανος Δραγούμης



Ο τότε επαγγελματίας πολιτικός της εποχής, γόνος Φαναριωτών και μυημένος στον τεκτονισμό, Στέφανος Δραγούμης, μαζί με τον γιο του Ίωνα μετείχαν ενεργά στο κομιτάτο. Ο πρώτος ασκούσε πιέσεις μέσω της βουλευτικής του ιδιότητας για την ενίσχυση του κομιτάτου, ενώ ο δεύτερος, ως πρόξενος, υπήρξε διαμεσολαβητής μεταξύ κομιτάτου και των οπλαρχηγών του μακεδονικού αγώνα.

Λαμβάνοντας υπόψη τις νευραλγικές θέσεις που κατείχε ο Ίων Δραγούμης στον διοικητικό μηχανισμό του κράτους και ιδίως του κομιτάτου, πρέπει να θεωρήσουμε δύσκολο, έως και αδύνατο, το να μην είχε εμπλοκή στις ατασθαλίες που κατήγγειλαν οι Μακεδονομάχοι αγωνιστές, καθώς, πέρα από την τροφοδοσία, ήταν επιφορτισμένος και με τον έλεγχο της κατανομής τους. Όταν, άλλωστε, ο αντιστράτηγος Παρασκευόπουλος καταγγέλλει ότι πλούτισαν όλοι όσοι αναμείχτηκαν ενεργά με το κομιτάτο, δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση οι υψηλόβαθμοι εμπλεκόμενοι. Ενδεικτικό της στάσης του είναι ότι δεν έχει να γράψει το παραμικρό για τις καταγγελίες αυτές (είτε διαψευστικά είτε επιβεβαιωτικά), που έχουν προκαλέσει σάλο, ενώ θεωρείται σημαίνον πρόσωπο για το Κομιτάτο και τον Μακεδονικό Αγώνα ευρύτερα.

Μετά τη διάλυση του κομιτάτου ο Δραγούμης ήρθε σε επαφή με τους - επίσης τέκτονες- Νεότουρκους και συνέβαλε στη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα. Στο πλαίσιο, μάλιστα, της Εθνικής Οργάνωσης Κωσταντινουπόλεως θα προτρέψει τους ελληνικούς πληθυσμούς να στηρίξουν το κίνημα των Νεότουρκων και να δραστηριοποιηθούν πολιτικά, εντασσόμενοι στα ψηφοδέλτια τους. Ακολούθως, ανέπτυξε το όραμα της ελληνοτουρκικής συνομοσπονδίας που θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας «νέας ανατολίτικης ράτσας»11 που θα είναι ελληνόφωνη και ορθόδοξη, όπως ο ίδιος γράφει στο βιβλίο «Όσοι ζωντανοί».

Αργότερα, μάλιστα, θα στραφεί κατά των βαλκανικών πολέμων φοβούμενος ότι θα καταστρέψουν το "μεγαλεπήβολο" όραμα του. Η απαξίωση του για τη βαλκανική εποποιία φαίνεται από το κάτωθι απόσπασμα στο ημερολόγιο του: «Έξω από τον πόλεμο τον Ευρωπαϊκό με τη σκέψη μου. Δεν ταιριάζει να μη μ’ αφήνουν ήσυχο οι άνθρωποι με τους πολέμους τους να καλλιεργώ τον εαυτό μου. Αρκετά με σκότισαν οι δυο πόλεμοι που έκαμαν οι Έλληνες με τους άλλους στα Βαλκάνια12».

 

Δημήτρης Καλαποθάκης



Πρόκειται για έναν τυχοδιώκτη του χειρίστου είδους που προσπάθησε να κερδοσκοπήσει εκμεταλλευόμενος το τότε φλέγον εθνικό ζήτημα του Μακεδονικού Αγώνα. Όπως προαναφέρθηκε, εκτός από πρόεδρος του κομιτάτου υπήρξε και εκδότης της εφημερίδας «Εμπρός». Πιο πριν εξέδιδε με χρηματοδότηση του τραπεζίτη Στέφανου Σκολούδη την πολιτική εφημερίδα «Σημαία» μέσω της οποίας «έγλυφε», κατά το λαϊκώς λεγόμενον, τον Χαρίλαο Τρικούπη, στηρίζοντας τις φιλελεύθερες πολιτικές που εφάρμοζε και καυτηρίαζε τον κύριο πολιτικό του αντίπαλο, Θεόδωρο Δηλιγιάννη.

Ο Καλαποθάκης, εκμεταλλευόμενος την διττή ιδιότητα του, συστέγασε τα γραφεία του κομιτάτου με τα γραφεία της «Εμπρός», της ιδιωτικής του δηλαδή επιχείρησης. Επικρίθηκε από στελέχη του κομιτάτου και αξιωματικούς του στρατού ότι, προκειμένου να αυξήσει τις πωλήσεις των φύλλων της εφημερίδας του, δημοσίευε ειδήσεις που ήταν επιβεβλημένο να μείνουν απόρρητες, καθώς μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις ζωές των αγωνιστών, αλλά και τον εν συνόλω σχεδιασμό. Είναι σαφές και πρόδηλο ότι ως πρόεδρος του κομιτάτου μπορούσε να έχει άμεση πληροφόρηση για τα γεγονότα, την οποία αξιοποιούσε ως πρωτογενές ειδησεογραφικό ρεπορτάζ για τις εξελίξεις.

Η κορύφωση της φιλάργυρης αυτής του στάσης ήταν η ψευδής δημοσίευση του θανάτου του Γερμανού Καραβαγγέλη στις 12 Σεπτεμβρίου 1906, που υπήρξε, ωστόσο προϊόν παραπληροφόρησης, καθώς ο πραγματικός αποθανών ήταν ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος. Αφότου λοιπόν, έφτασε τις πωλήσεις της εφημερίδας στο ύψος που στόχευε, απέδωσαν το λάθος αυτό σε «δημοσιογραφική γκάφα».

Λίγο μετά τις θορυβώδεις καταγγελίες των αγωνιστών για κατασπατάληση των πόρων που θα παρέχονταν στον Μακεδονικό Αγώνα, παραιτήθηκε από το κομιτάτο, το οποίο δεν μπορούσε να συνεχίσει τη λειτουργία του υπό τις σκιές των όσων καταλογίστηκαν στην ηγεσία του και αποσυντέθηκε με αποτέλεσμα την διάλυση του. Τα επόμενα χρόνια θα στραφεί κατά της πολιτικής Δραγούμη και της συνεργασίας του με τους Νεότουρκους, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, εν μέσω εθνικού διχασμού, θα συστρατευτεί με τους βασιλικούς.

 

Παύλος Μελάς

Απ' όλα τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν, ο Παύλος Μελάς είναι ο μόνος που πρέπει να τιμάται σήμερα, καθώς οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε ότι πέθανε για έναν ιερό και ευγενή σκοπό, ενώ διήγαγε έναν καθ' όλα πλουσιοπάροχο βίο. Από την άλλη πλευρά, δεν σκοπεύουμε να μπούμε στο τριπάκι της αγιογραφίας του, όπως επιχειρεί τις τελευταίες δεκαετίες το σύνολο της αστικής ακροδεξιάς.

Διορίστηκε από το μακεδονικό κομιτάτο γενικός αρχηγός των αντάρτικων σωμάτων στην περιοχή Καστοριάς και Μοναστηρίου . Νιώθοντας ενοχές για την ολέθρια έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του '97, έδειξε ιδιαίτερη ζέση να συνεισφέρει στον Αγώνα. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να επεδίωξε να χτίσει την προσωπική του μυθολογία μέσα από τον Αγώνα και να τον καταστήσει προσωποκεντρικό εγχείρημα, αλλά και οικογενειακή υπόθεση ευρύτερα. Δεν έχανε ευκαιρία να βγάζει στομφώδεις φωτογραφίες φορώντας τη στολή του Μακεδονομάχου, την οποία, ωστόσο, τίμησε στα πεδία των μαχών μόλις μια (και τελευταία) φορά. Οι φωτογραφίες αυτές έκαναν τον γύρο του Τύπου πανελληνίως και τον κατέστησαν σύμβολο. Μία απ' αυτές είναι η περίφημη φωτογραφία που έβγαλε έξω από την εβραϊκή συναγωγή της Λάρισας το 1904, καθώς μετέβαινε προς τη Μακεδονία.


Η στάση αυτή, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε την αποστροφή ενός μέρους των υπολοίπων υψηλόβαθμων αξιωματικών που τον θεωρούσαν έναν εκ των υπαιτίων του ολέθρου του ‘97. Οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές και η πεποίθηση ότι η Εθνική Εταιρία εξυπηρετούσε γερμανικά συμφέροντα ήταν αρκετά διαδεδομένη. Χαρακτηριστική του κλίματος αυτού, ήταν η διένεξη του Μελά με τον Γεώργιο Κολοκοτρώνη (εγγονό του ήρωα της εθνεγερσίας, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη) λόγω των διαφορετικών στρατηγικών εκτιμήσεων που ανέπτυξαν στο μακεδονικό ζήτημα. Η διένεξη αυτή κατέληξε σε μονομαχία των δύο αξιωματικών.

Παρά το γεγονός, ότι υπήρξαν τόσοι και τόσοι ήρωες τόσο στα πεδία των μαχών (Γύπαρης, Βάρδας, Καούδης, Τέλλος Άγρας κ.α) όσο και σε επίπεδο διπλωματίας (πχ Κορομηλάς), τα σύμβολα του Μακεδονικού Αγώνα που έμειναν στην ιστορία περιστρέφονται αποκλειστικά γύρω από τη συγκεκριμένη οικογένεια της Κηφισιάς, μιας οικογένειας που περιελάμβανε επαγγελματίες πολιτικούς και ευνοημένα τζάκια σε κάθε τομέα του δημοσίου βίου.

 

Ο όρκος του Μακεδονομάχου που πήγε περίπατο

Όπως είναι τοις πάσι γνωστό, σε περιστάσεις πάσης φύσεως πολέμου (ανταρτοπολέμου εν προκειμένω) αναπτύσσεται έντονη κινητικότητα και δράση από τα λεγόμενα κατασκοπευτικά δίκτυα με στόχο την εκμαίευση πληροφοριών. Πέραν των κατασκόπων βέβαια, ασκούνται και βασανιστήρια σε αιχμαλώτους για την απόσπαση πληροφοριών. Επομένως, μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή η σημαντικότητα της εχεμύθειας και του απορρήτου των πληροφοριών, κάτι που φαίνεται και από τον Όρκο του Μακεδονομάχου.



 

Την ευνόητη αυτή σημαντικότητα του απορρήτου δεν φαίνεται να κατενόησε ο Μελάς. Τα συχνά γράμματα που απέστελνε στη σύζυγο του, Ναταλία, περιείχαν πληθώρα κρίσιμων διαβαθμισμένων πληροφοριών που, αν έπεφταν στα χέρια των εχθρών κατά την αποστολή τους, θα έθεταν σε κίνδυνο την ζωή τόσο των Μακεδονομάχων, όσο και των ελληνικών πληθυσμών που τους βοηθούσαν και τους περιέθαλπαν. Ας δούμε δύο ενδεικτικές περιπτώσεις:

«Εν Κοζάνη, Τετάρτη πρωί 21 Ιουλίου 1904. Αγαπητή μου Νάτα, ...Μετʼ ολίγα λεπτά έρχονται και οι λοιποί 4, οι οποίοι αποτελούν την Άμυνα Κοζάνης. Είναι δε 1. ο Δρίζας, 2. ο Ρεπανάς, 3. ο ιατρός Μουμουζάς, 4. τον λησμονώ (σ.σ. Παπαργυρούδης) και 5. ο Μεταξάς... Αι καταβολαί θα είναι μηνιαίαι (περί της διαχειρίσεώς των θα ληφθή πρόνοια), θα οπλίζωνται και συντηρούνται τουλάχιστον 15 οπλοφόροι εις την ιδίαν επαρχίαν, ώστε θα έχωμεν 7 σώματα από 15 άνδρας = 105 αμέσως, τους οποίους θα στείλωμεν περί την Καστορίαν και περί τα Βοδενά δια νʼ αρχίσωμεν... Η Κοζάνη να ενδύση με κάλτσες, τσαρούχια και ντουλαμάδες 15 παλληκάρια καλά και εκλεκτά, δηλαδή δαπάνην 40 δραχμών το πολύ διʼ έκαστον, ήτοι το όλον δραχμάς 600. Να φροντίση δια την συντήρησιν των οικογενειών των χορηγούσα επί ένα μήνα 1,5 λίραν εις εκάστην, δηλαδή 50 δραχμάς, ήτοι το όλον 756 δραχμάς + 600 = 1.350 δραχμάς»13.

«Χθές το βράδυ, χάριν περισσοτέρας ασφαλείας, ηλλάξαμεν κρησφύγετον και επήγαμεν εις το σπίτι του κ. Νικόλαου Μαλούτα, καθηγητού των ιερών εις το γυμνάσιον Βιτωλίων. Τον είχα γνωρίσει εις του πατρός σου το γραφείον. Αυτός ανέλαβε να βολιδοσκοπήση τα 10 κριθέντα κατάλληλα παλληκάρια... Είπε επίσης του Κοντούλη, ότι θα λάβη διαταγήν από τον Σάπκαν να προβή εις αγοράν όπλων γκρά (μακρών) προς 32 δραχμάς και 5 χιλιάδων φυσιγγίων γκρά, τα οποία να στείλη εις Βόλον και να ειδοποιήση συγχρόνως και τον Σάπκαν... Σας φιλώ και ελπίζω. Παύλος»14.

 

Ήταν ο Μελάς ο πλέον κατάλληλος για αρχηγός των αντάρτικων σωμάτων;

Όταν κάποιος σκιαγραφεί τον αρχηγό των ενόπλων αντάρτικων ομάδων, φαντάζεται έναν σκληροτράχηλο εμπειροπόλεμο άνθρωπο που είναι έτοιμος για όλα. Αντιστοιχεί ένα τέτοιο προφίλ, όμως, στον Παύλο Μελά όταν σε επιστολή προς τη σύζυγο του δυσφορεί διότι, όπως επαναλαμβάνει σε δύο διαφορετικά σημεία της ίδιας επιστολής, «Τα τσαρούχια μου επλήγωσαν τα πόδια»15, την ίδια στιγμή που οι Μακεδονομάχοι μάτωναν κυριολεκτικώς, επί σειρά ετών, στα πεδία των μαχών;

Θα πρέπει, επίσης, να εξεταστεί το αν πολέμησε στις περιστάσεις που του δόθηκε η ευκαιρία ως αξιωματικός. Η αλήθεια είναι ότι δεν πολέμησε ποτέ, αν και του δόθηκε πλειάδα ευκαιριών:

«Σε λίγες μέρες μέσα ξαναδημιουργήθηκε σχεδόν η ατμόσφαιρα η πολεμική του 1877. Ο Παύλος, που φορούσε τώρα στην τελευταία τάξη τη στολή και την περικεφαλαία που είχαν τότε στο γυμνάσιο, κι έκανε στρατιωτικές ασκήσεις με πραγματικό γκρά και λόγχη, εσχεδίαζε κρυφά να πάγη εθελοντής στο στρατό ή αντάρτης στα σύνορα. Τι ατυχία όμως και τι απελπισία να πέση σʼ ένα χαντάκι της πλατείας των Στύλων στα γυμνάσια και να σπάση το πόδι του. Μόνος όταν έμενε στην κάμαρά του με το πόδι απλωμένο και στο γύψο, με κλάματα λύσσας αναθεμάτιζε την αναποδιά της τύχης»16.

Παρόμοια "ατυχία" φαίνεται πως είχε όταν ξέσπασε η Κρητική Επανάσταση το 1896, επικαλούμενος ότι οι συνάδελφοι του λησμόνησαν να τον συμπεριλάβουν στους καταλόγους…

«Όταν ξέσπασε το Μάιο του 1896 η κρητική επανάσταση με την πολιορκία του Βάμου, έγινε πάλι στην Ελλάδα μεγάλος αναβρασμός. Στην πρωτεύουσα συλλαλητήρια, λόγοι, έρανοι, επιτροπές. Για να συνεχίσουν τον κρητικόν αγώνα έφευγαν εθελοντές παλικάρια και μερικοί αξιωματικοί του ελληνικού στρατού. Μαζί τους ήθελε να φύγει και ο Παύλος, αλλʼ επειδή βρισκόταν στο Άργος εκείνο το καλοκαίρι στη Χαρτογραφική Υπηρεσία, παρέλειψαν οι συνάδελφοί του να τον συμπεριλάβουν και έμεινε πίσω αρκετά στενοχωρημένος.»17.

 

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, η κάθε προσωπικότητα πρέπει να αξιολογηθεί αντικειμενικά από τον αναγνώστη και να ληφθούν αυστηρά υπόψη τόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όσο και το ιστορικό πλαίσιο, επί του οποίου έδρασε.

Η κατάσταση αυτή, που αναδύεται μέσα από τις καταγγελίες των Μακεδονομάχων, αν την παραλληλίσουμε με το σήμερα, θυμίζει τις υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες που απαιτούν κάθε τόσο οι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες, αλλά ποτέ δεν μετουσιώνονται σε αναβάθμιση του οπλικού μας υλικού, καθώς τα παρεχόμενα ποσά καταλήγουν σε "πατριωτικές" τσέπες. Γιατί, διαχρονικά, ο πατριωτισμός αποτελεί τον πιο αξιόπιστο μανδύα των απατεώνων της κάθε εποχής.

Όσο λυπηρά και αν είναι τα παραπάνω, υπάρχει και κάτι παρήγορο σε αυτή την ιστορία: ότι κάποιοι Μακεδονομάχοι, όπως ο Γύπαρης, δεν ξέχασαν το πισώπλατο μαχαίρωμα που δέχτηκαν και, όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, απέδωσαν δικαιοσύνη με τον δικό τους τρόπο.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

1) Παύλου Γύπαρη: «Οι πρωτοπόροι του Μακεδονικού Αγώνος 1903-1909», Αθήνα, 1962, σελ. 147 - 148

2) Αποστόλου Βακαλόπουλου «Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) ως κορυφαία έκφραση των αγώνων των Ελλήνων για τη Μακεδονία», , ιμχα, Θεσσαλονίκη 1987, σελ.18

3) Αποστόλου Βακαλόπουλου , «Η ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού», Τόμος 2, 1990, σελ. 429 – 430

4) Π. Γύπαρη: «Οι πρωτοπόροι του Μακεδονικού Αγώνος 1903-1909», Αθήνα, 1962, σελ. 143

5) Βλ. παραπάνω, σελ. 144

6) Λεωνίδα Ι. Παρασκευοπούλου, «Αναμνήσεις 1896 - 1920», Αθήναι, 1955, τόμος Α'

7) Γιάννη Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος XIII, σελ. 561

8) Γεωργίου Φιλαρέτου, «Ξενοκρατία και βασιλεία» 1821-1897, Αθήνα, 1973

9) Αντιγόνης Μπέλου Θρεψιάδη,« Μορφές Μακεδονομάχων και τα ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη»,εκδ Α. Μαυρίδης, Αθήνα, 1984, σελ. 81

10) Βλ. παραπάνω

11) Ίωνος Δραγούμη, «Όσοι Ζωντανοί», εκδ. Ρηγόπουλος, 1911, κεφ. «Ανατολικό κράτος και ένωση της φυλής», σελ. 152

12 10) Ίωνος Δραγούμη, «Φύλλα Ημερολογίου E'» (1913 - 17), εκδ Ερμής, 2006, σελ. 80

13) ) Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 290-291

14) Βλ. παραπάνω, σελ. 298 – 299

15) Βλ. παραπάνω, σελ. 335

16) ) Β. παραπάνω, σελ. 28

17) Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς. Βιογραφία», έκδ. «Πελασγός», Αθήνα, 1992, σελ. 10

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Πολεμιστές της Ευρώπης: Michael Wittmann και Balthazar Woll

Η Ευρώπη είναι η πατρίδα της Λευκής Άριας Φυλής και η ιστορία της Ευρώπης είναι στολισμένη με αμέτρητα παραδεί...